Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsemplicìsmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [sempliˈʧizmo] 1 επιπολαιότητα 2 πρακτική υπεραπλούστευσης 3 επιφανειακότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |