Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sempliceménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [sempliʧeˈmente]

1 απροσποίητα
2 ειλικρινά
3 αυθόρμητα
4 άδολα
5 κατά γράμμα
6 καθαρά
7 λιτά
8 κυριολεκτικά
9 αγαθά (επίρρημα)
10 απλώς
11 απλά και μόνο
12 απλά
13 αλλά
14 μόνο
15 μερικά
16 ξάστερα
17 απέριττα
18 ακριβώς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semplice sempliciario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semovente (επίθ.)
semovenza (θηλ.ουσ)
sempiterno (επίθ.)
semplice (ουσ αρσ )
semplice (επίθ.)
semplicemente (επίρ.)
sempliciario (ουσ αρσ )
semplicione (ουσ αρσ )
semplicioneria (θηλ.ουσ)
semplicismo (ουσ αρσ )
semplicista (ουσ αρσ και θηλ.)
semplicista (επίθ.)
semplicisticamente (επίρ.)
semplicistico (επίθ.)
semplicità (θηλ.ουσ)
semplificare (ρ. μτβ.)
semplificarsi (ρ.μ. (αντων.))
semplificato (επίθ.)
semplificazione (θηλ.ουσ)
sempre (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---