Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semplificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [semplifiˈkare]

1 απλουστεύω
2 εκλαὶκεύω
3 απλοποιώ
4 αναλύω

semplificarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [semplifiˈkarsi]

1 γίνομαι πιο εύκολος
2 γίνομαι απλούστερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semplicità semplificato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semplicista (ουσ αρσ και θηλ.)
semplicista (επίθ.)
semplicisticamente (επίρ.)
semplicistico (επίθ.)
semplicità (θηλ.ουσ)
semplificare (ρ. μτβ.)
semplificarsi (ρ.μ. (αντων.))
semplificato (επίθ.)
semplificazione (θηλ.ουσ)
sempre (επίρ.)
sempreverde (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semprevivo (ουσ αρσ )
sena (θηλ.ουσ)
senapato (επίθ.)
senape (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
senapiera (θηλ.ουσ)
senapismo (ουσ αρσ )
senario (ουσ αρσ )
senario (επίθ.)
senato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---