Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


senapìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [senaˈpizmo]

1 σκοτούρα
2 στενοχώρια
3 μπελάς
4 σιναπισμός
5 έμπλαστρο με σιναπόσπορο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  senapiera senario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semprevivo (ουσ αρσ )
sena (θηλ.ουσ)
senapato (επίθ.)
senape (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
senapiera (θηλ.ουσ)
senapismo (ουσ αρσ )
senario (ουσ αρσ )
senario (επίθ.)
senato (ουσ αρσ )
senatoconsulto (ουσ αρσ )
senatore (ουσ αρσ )
senatoriale (επίθ.)
senatorio (επίθ.)
senegalese (ουσ αρσ και θηλ.)
senegalese (επίθ.)
senescente (επίθ.)
senescenza (θηλ.ουσ)
senile (επίθ.)
senilismo (ουσ αρσ )
senilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---