Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


senilità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [seniliˈta]

1 γεροντάματα
2 γέρασμα
3 γήρανση
4 γεράματα
5 γερατειά
6 γηρατειά
7 γεροντική ηλικία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  senilismo senilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

senegalese (επίθ.)
senescente (επίθ.)
senescenza (θηλ.ουσ)
senile (επίθ.)
senilismo (ουσ αρσ )
senilità (θηλ.ουσ)
senilmente (επίρ.)
senior (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
seniore (ουσ αρσ )
senna (θηλ.ουσ)
senno (ουσ αρσ )
sennò (επίρ.)
seno (ουσ αρσ )
Senofonte (κύρ.όν. αρσ.)
sensale (ουσ αρσ και θηλ.)
sensatamente (επίρ.)
sensatezza (θηλ.ουσ)
sensato (αρσ. επίθ και ουσ)
sensazionale (επίθ.)
sensazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---