Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sensatézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sensaˈtettsa]

1 φρόνηση
2 εχεφροσύνη
3 σύνεση
4 λογική
5 ορθοφροσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sensatamente sensato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

sennò (επίρ.)
seno (ουσ αρσ )
Senofonte (κύρ.όν. αρσ.)
sensale (ουσ αρσ και θηλ.)
sensatamente (επίρ.)
sensatezza (θηλ.ουσ)
sensato (αρσ. επίθ και ουσ)
sensazionale (επίθ.)
sensazione (θηλ.ουσ)
senseria (θηλ.ουσ)
sensibile (ουσ αρσ )
sensibile (επίθ.)
sensibilità (θηλ.ουσ)
sensibilizzare (ρ. μτβ.)
sensibilizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
sensibilizzazione (θηλ.ουσ)
sensibilmente (επίρ.)
sensismo (ουσ αρσ )
sensista (ουσ αρσ και θηλ.)
sensista (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---