sénno
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsenno]
1 λογικό
2 κρίση
3 ορθοφροσύνη
4 κοινή λογική
5 λογική
6 οξυδέρκεια
7 διεισδυτικότητα
8 διορατικότητα
9 αντίληψη
sennò
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [senˈnɔ]
1 διαφορετικά
2 αλλιώς
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈsenno]
1 λογικό
2 κρίση
3 ορθοφροσύνη
4 κοινή λογική
5 λογική
6 οξυδέρκεια
7 διεισδυτικότητα
8 διορατικότητα
9 αντίληψη
sennò
επίρρημα
Προσφορά I.P.A.: [senˈnɔ]
1 διαφορετικά
2 αλλιώς
permalink
senno (ουσ αρσ )
sennò (επίρ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android