Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semplicìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sempliˈʧista]

1 υπεραπλουστευτικός άνθρωπος
2 επιπόλαιος άνθρωπος

semplicìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [sempliˈʧista]

υπεραπλουστευτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semplicismo semplicisticamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semplicemente (επίρ.)
sempliciario (ουσ αρσ )
semplicione (ουσ αρσ )
semplicioneria (θηλ.ουσ)
semplicismo (ουσ αρσ )
semplicista (ουσ αρσ και θηλ.)
semplicista (επίθ.)
semplicisticamente (επίρ.)
semplicistico (επίθ.)
semplicità (θηλ.ουσ)
semplificare (ρ. μτβ.)
semplificarsi (ρ.μ. (αντων.))
semplificato (επίθ.)
semplificazione (θηλ.ουσ)
sempre (επίρ.)
sempreverde (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semprevivo (ουσ αρσ )
sena (θηλ.ουσ)
senapato (επίθ.)
senape (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---