Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsemplicìsta
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [sempliˈʧista] 1 υπεραπλουστευτικός άνθρωπος 2 επιπόλαιος άνθρωπος semplicìsta επίθετο Προσφορά I.P.A.: [sempliˈʧista] υπεραπλουστευτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |