Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


semplicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [sempliʧiˈta]

1 ειλικρίνεια
2 φυσικότητα
3 απλοὶκότητα
4 απλότητα
5 ευήθεια
6 ευπιστία
7 αφέλεια
8 αθωότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  semplicistico semplificare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semplicismo (ουσ αρσ )
semplicista (ουσ αρσ και θηλ.)
semplicista (επίθ.)
semplicisticamente (επίρ.)
semplicistico (επίθ.)
semplicità (θηλ.ουσ)
semplificare (ρ. μτβ.)
semplificarsi (ρ.μ. (αντων.))
semplificato (επίθ.)
semplificazione (θηλ.ουσ)
sempre (επίρ.)
sempreverde (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
semprevivo (ουσ αρσ )
sena (θηλ.ουσ)
senapato (επίθ.)
senape (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
senapiera (θηλ.ουσ)
senapismo (ουσ αρσ )
senario (ουσ αρσ )
senario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---