Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


sémplice  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈsempliʧe]

1 αγαθιάρης
2 ντόμπρος άνθρωπος
3 αγαθός άνθρωπος
4 βότανο
5 φαρμακευτικό φυτό
6 αφελής άνθρωπος

sémplice  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈsempliʧe]

απλός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  sempiterno semplicemente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

semoloso (επίθ.)
semovente (ουσ αρσ )
semovente (επίθ.)
semovenza (θηλ.ουσ)
sempiterno (επίθ.)
semplice (ουσ αρσ )
semplice (επίθ.)
semplicemente (επίρ.)
sempliciario (ουσ αρσ )
semplicione (ουσ αρσ )
semplicioneria (θηλ.ουσ)
semplicismo (ουσ αρσ )
semplicista (ουσ αρσ και θηλ.)
semplicista (επίθ.)
semplicisticamente (επίρ.)
semplicistico (επίθ.)
semplicità (θηλ.ουσ)
semplificare (ρ. μτβ.)
semplificarsi (ρ.μ. (αντων.))
semplificato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---