Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόsémplice
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈsempliʧe] 1 αγαθιάρης 2 ντόμπρος άνθρωπος 3 αγαθός άνθρωπος 4 βότανο 5 φαρμακευτικό φυτό 6 αφελής άνθρωπος sémplice επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈsempliʧe] απλός (-ή, -ό) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |