ItalianoGreco


scopèrto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [skoˈpɛrto]

1 επιταγή χωρίς αντίκρυσμα
2 ποσό ακάλυπτης επιταγής
3 ανοιχτό μέρος
4 ύπαιθρος

scopèrto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skoˈpɛrto]

1 (conto, testa, spalle) ακάλυπτος (-η, -ο)
2 auto γκαμπριολέ
3 (senza coperchio) ξεσκέπαστος (-η, -ο)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---