Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


scoperchiàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [skoperˈkjato]

1 ο χωρίς στέγη
2 ξεσκέπαστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  scoperchiare scoperchiatura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

scopare (ρ. μτβ.)
scopata (θηλ.ουσ)
scopatore (ουσ αρσ )
scopatura (θηλ.ουσ)
scoperchiare (ρ. μτβ.)
scoperchiato (επίθ.)
scoperchiatura (θηλ.ουσ)
scoperta (θηλ.ουσ)
scopertamente (επίρ.)
scoperto (ουσ αρσ )
scoperto (επίθ.)
scopeto (ουσ αρσ )
scopettoni (ουσ αρσ πληθ.)
scopiazzare (ρ. μτβ.)
scopiazzatura (θηλ.ουσ)
scopiera (θηλ.ουσ)
scopinare (ρ. μτβ.)
scopinatura (θηλ.ουσ)
scopino (ουσ αρσ )
scopo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---