Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόscoperchiatùra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [skoperkjaˈtura] 1 αφαίρεση της στέγης 2 ξεσκέπασμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |