Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raggrinzàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [raggrinˈtsare]

1 τσαλακώνω
2 ξεραίνω
3 ρυτιδώνω
4 ζαρώνω
5 σουφρώνω

raggrinzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [raggrinˈtsarsi]

1 συρρικνώνομαι
2 σταφιδιάζω
3 μαραίνομαι
4 φυραίνω
5 γατσιάζω
6 ρυτιδώνομαι
7 ρικνώνομαι
8 κατσιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raggrinzamento raggrinzire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raggiustarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggomitolare (ρ. μτβ.)
raggomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggranellare (ρ. μτβ.)
raggrinzamento (ουσ αρσ )
raggrinzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggrinzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raggrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
raggrumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggrumarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggruppamento (ουσ αρσ )
raggruppare (ρ. μτβ.)
raggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
raggruzzolare (ρ. μτβ.)
ragguagliabile (επίθ.)
ragguagliare (ρ. μτβ.)
ragguaglio (ουσ αρσ )
ragguardevole (επίθ.)
ragguardevolezza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---