Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


raggomitolàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [raggomitoˈlare]

1 τυλίγω
2 τυλίγω σε κουβάρι
3 κουβαριάζω

raggomitolarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [raggomitoˈlarsi]

κουλουριάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  raggiustarsi raggranellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

raggiungimento (ουσ αρσ )
raggiuntare (ρ. μτβ.)
raggiustamento (ουσ αρσ )
raggiustare (ρ. μτβ.)
raggiustarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggomitolare (ρ. μτβ.)
raggomitolarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggranellare (ρ. μτβ.)
raggrinzamento (ουσ αρσ )
raggrinzare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggrinzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
raggrinzire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggrinzirsi (ρ.μ. (αντων.))
raggrumare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
raggrumarsi (ρ.μ. (αντων.))
raggruppamento (ουσ αρσ )
raggruppare (ρ. μτβ.)
raggrupparsi (ρ.μ. (αντων.))
raggruzzolare (ρ. μτβ.)
ragguagliabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---