Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


radarìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [radaˈrista]

χειριστής ραντάρ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  radarfaro radaristica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rada (θηλ.ουσ)
radancia (θηλ.ουσ)
radar (ουσ αρσ )
radarastronomia (θηλ.ουσ)
radarfaro (ουσ αρσ )
radarista (ουσ αρσ και θηλ.)
radaristica (θηλ.ουσ)
radarlocalizzazione (θηλ.ουσ)
radazza (θηλ.ουσ)
radazzare (ρ. μτβ.)
raddensabile (επίθ.)
raddensamento (ουσ αρσ )
raddensare (ρ. μτβ.)
raddensarsi (ρ.μ. (αντων.))
raddensatore (αρσ. επίθ και ουσ)
raddobbare (ρ. μτβ.)
raddobbo (ουσ αρσ )
raddolcimento (ουσ αρσ )
raddolcire (ρ.αμτβ.)
raddolcire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---