Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


porte–enfant  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,pɔrtanˈfan]

1 πορτ μπεμπέ
2 κρεβάτι υφασμάτινο πτυσσόμενο για μωρά
3 θέση για τη μεταφορά μωρού


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portavoce portella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portautensili (ουσ αρσ )
portavalori (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
portavasi (ουσ αρσ )
portavivande (ουσ αρσ )
portavoce (ουσ αρσ )
porte–enfant (ουσ αρσ )
portella (θηλ.ουσ)
portellino (ουσ αρσ )
portello (ουσ αρσ )
portellone (ουσ αρσ )
portento (ουσ αρσ )
portentosamente (επίρ.)
portentoso (αρσ. επίθ και ουσ)
porticato (αρσ. επίθ και ουσ)
portico (ουσ αρσ )
portiera (θηλ.ουσ)
portierato (ουσ αρσ )
portiere (ουσ αρσ )
portinaio (ουσ αρσ )
portineria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---