Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόportautensìli, portautènsili
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,pɔrtautenˈsili], [,pɔrtauˈtɛnsili] 1 βάση για κρέμασμα εργαλείων 2 εργαλειοθήκη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |