Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόportatóre
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [portaˈtore] 1 (facchino) ο αχθοφόρος 2 medicina ο φορέας 3 banca ο κομιστής permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpagabile al portatore = πληρωτέος στον κομιστή Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |