ItalianoGreco


portàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [porˈtato]

1 επακόλουθο
2 εξαγόμενο
3 αποτέλεσμα

portàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [porˈtato]

(indossato) φορεμένος, μεταχειρισμένος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere portati per qualcosa = έχω έφεση σε κάτι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---