Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


portàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [porˈtato]

1 επακόλουθο
2 εξαγόμενο
3 αποτέλεσμα

portàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [porˈtato]

(indossato) φορεμένος, μεταχειρισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  portativo portatore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere portati per qualcosa = έχω έφεση σε κάτι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

portatessera (ουσ αρσ )
portatessere (ουσ αρσ )
portatile (επίθ.)
portatimbri (ουσ αρσ )
portativo (αρσ. επίθ και ουσ)
portato (ουσ αρσ )
portato (επίθ.)
portatore (ουσ αρσ )
portatovagliolo (ουσ αρσ )
portauovo (ουσ αρσ )
portautensili (ουσ αρσ )
portavalori (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
portavasi (ουσ αρσ )
portavivande (ουσ αρσ )
portavoce (ουσ αρσ )
porte–enfant (ουσ αρσ )
portella (θηλ.ουσ)
portellino (ουσ αρσ )
portello (ουσ αρσ )
portellone (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---