Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


poliùria  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [poliˈurja]

πολυουρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  poliuretano polivalente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

politonalità (θηλ.ουσ)
polittico (ουσ αρσ )
politura (θηλ.ουσ)
poliuretanico (επίθ.)
poliuretano (ουσ αρσ )
poliuria (θηλ.ουσ)
polivalente (επίθ.)
polivalenza (θηλ.ουσ)
polivinile (ουσ αρσ )
polivinilico (επίθ.)
polizia (θηλ.ουσ)
poliziesco (επίθ.)
poliziotto (ουσ αρσ )
polizza (θηλ.ουσ)
polizzario (ουσ αρσ )
polizzino (ουσ αρσ )
polla (θηλ.ουσ)
pollaio (ουσ αρσ )
pollaiolo (ουσ αρσ )
pollame (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---