Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parentètico  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parenˈtɛtiko]

1 παρενθετικός
2 που λέγεται ή γράφεται σε παρένθεση
3 αναφερόμενος σε παρένθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parentesi pareo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parentali (ουσ αρσ )
parente (ουσ αρσ )
parentela (θηλ.ουσ)
parenterale (επίθ.)
parentesi (θηλ.ουσ)
parentetico (επίθ.)
pareo (ουσ αρσ )
parere (ουσ αρσ )
parere (ρ.αμτβ.)
paresi (θηλ.ουσ)
parestesia (θηλ.ουσ)
paretaio (ουσ αρσ )
parete (θηλ.ουσ)
paretico (ουσ αρσ )
paretico (επίθ.)
pargoleggiare (ρ.αμτβ.)
pargolo (αρσ. επίθ και ουσ)
pari (ουσ αρσ )
pari (επίθ.)
paria (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---