Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόparentètico
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [parenˈtɛtiko] 1 παρενθετικός 2 που λέγεται ή γράφεται σε παρένθεση 3 αναφερόμενος σε παρένθεση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |