Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parestesìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [paresteˈzia]

1 παραίσθηση
2 παραισθησία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  paresi paretaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parentetico (επίθ.)
pareo (ουσ αρσ )
parere (ουσ αρσ )
parere (ρ.αμτβ.)
paresi (θηλ.ουσ)
parestesia (θηλ.ουσ)
paretaio (ουσ αρσ )
parete (θηλ.ουσ)
paretico (ουσ αρσ )
paretico (επίθ.)
pargoleggiare (ρ.αμτβ.)
pargolo (αρσ. επίθ και ουσ)
pari (ουσ αρσ )
pari (επίθ.)
paria (ουσ αρσ )
paria (θηλ.ουσ)
Paride (κύρ.όν. αρσ.)
parietale (ουσ αρσ )
parietale (επίθ.)
parietaria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---