Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


paretàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [pareˈtajo]

1 δίκτυ
2 παγίδα
3 βρόγχος
4 δίχτυα (για πουλιά)
5 δίχτυ-παγίδα για πουλιά
6 βρόχος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parestesia parete  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pareo (ουσ αρσ )
parere (ουσ αρσ )
parere (ρ.αμτβ.)
paresi (θηλ.ουσ)
parestesia (θηλ.ουσ)
paretaio (ουσ αρσ )
parete (θηλ.ουσ)
paretico (ουσ αρσ )
paretico (επίθ.)
pargoleggiare (ρ.αμτβ.)
pargolo (αρσ. επίθ και ουσ)
pari (ουσ αρσ )
pari (επίθ.)
paria (ουσ αρσ )
paria (θηλ.ουσ)
Paride (κύρ.όν. αρσ.)
parietale (ουσ αρσ )
parietale (επίθ.)
parietaria (θηλ.ουσ)
parificare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---