Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parietàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parjeˈtale]

βρεγματικό οστό

parietàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parjeˈtale]

1 παρειακός
2 βρεγματικός
3 τοιχικός
4 τοιχωματικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Paride parietaria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pari (ουσ αρσ )
pari (επίθ.)
paria (ουσ αρσ )
paria (θηλ.ουσ)
Paride (κύρ.όν. αρσ.)
parietale (ουσ αρσ )
parietale (επίθ.)
parietaria (θηλ.ουσ)
parificare (ρ. μτβ.)
parificato (επίθ.)
parificazione (θηλ.ουσ)
Parigi (θηλ.ουσ)
parigina (θηλ.ουσ)
parigino (ουσ αρσ )
parigino (επίθ.)
pariglia (θηλ.ουσ)
parigrado (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
parimenti (επίρ.)
pario (ουσ αρσ )
pario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---