Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpàrio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈparjo] κάτοικος της Πάρου pàrio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈparjo] 1 πάριος 2 παριανός 3 ο της Πάρου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |