Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parificàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [parifiˈkato]

αναγνωρισμένος επίσημα ως προς την ισοδυναμία (για σπουδές)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parificare parificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Paride (κύρ.όν. αρσ.)
parietale (ουσ αρσ )
parietale (επίθ.)
parietaria (θηλ.ουσ)
parificare (ρ. μτβ.)
parificato (επίθ.)
parificazione (θηλ.ουσ)
Parigi (θηλ.ουσ)
parigina (θηλ.ουσ)
parigino (ουσ αρσ )
parigino (επίθ.)
pariglia (θηλ.ουσ)
parigrado (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
parimenti (επίρ.)
pario (ουσ αρσ )
pario (επίθ.)
paripennato (επίθ.)
parisillabo (ουσ αρσ )
parisillabo (επίθ.)
parita (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---