Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parére  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈrere]

η γνώμη

parére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [paˈrere]

φαίνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pareo paresi  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a mio parere = κατά τη γνώμη μου || faccio come mi pare e piace = κάνω ο, τι μου γουστάρει || fare quello che pare e piace = κάνω ό, τι μου καπνίσει


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parentela (θηλ.ουσ)
parenterale (επίθ.)
parentesi (θηλ.ουσ)
parentetico (επίθ.)
pareo (ουσ αρσ )
parere (ουσ αρσ )
parere (ρ.αμτβ.)
paresi (θηλ.ουσ)
parestesia (θηλ.ουσ)
paretaio (ουσ αρσ )
parete (θηλ.ουσ)
paretico (ουσ αρσ )
paretico (επίθ.)
pargoleggiare (ρ.αμτβ.)
pargolo (αρσ. επίθ και ουσ)
pari (ουσ αρσ )
pari (επίθ.)
paria (ουσ αρσ )
paria (θηλ.ουσ)
Paride (κύρ.όν. αρσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---