Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


parentàli  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [parenˈtali]

1 μνημόσυνο
2 εορτασμός ιστορικού γεγονότος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  parentale parente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

parenchimatoso (επίθ.)
parenesi (θηλ.ουσ)
parenetico (επίθ.)
parentado (ουσ αρσ )
parentale (επίθ.)
parentali (ουσ αρσ )
parente (ουσ αρσ )
parentela (θηλ.ουσ)
parenterale (επίθ.)
parentesi (θηλ.ουσ)
parentetico (επίθ.)
pareo (ουσ αρσ )
parere (ουσ αρσ )
parere (ρ.αμτβ.)
paresi (θηλ.ουσ)
parestesia (θηλ.ουσ)
paretaio (ουσ αρσ )
parete (θηλ.ουσ)
paretico (ουσ αρσ )
paretico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---