ItalianoGreco


parènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [paˈrɛnte]

ο συγγενής


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


parente [αρσ.] acquisito = ο συγγενής εξ αγχιστείας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---