Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔta]

1 λασπώδης εναπόθεση
2 βούρκος
3 πηλός
4 τέλμα
5 βόρβορος
6 λάσπη
7 ιλύς
8 γλίτσα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mostruoso motel  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mostrina (θηλ.ουσ)
mostro (ουσ αρσ )
mostruosamente (επίρ.)
mostruosità (θηλ.ουσ)
mostruoso (επίθ.)
mota (θηλ.ουσ)
motel (ουσ αρσ )
motilità (θηλ.ουσ)
motivare (ρ. μτβ.)
motivazionale (επίθ.)
motivazione (θηλ.ουσ)
motivo (ουσ αρσ )
moto (ουσ αρσ )
moto (θηλ.ουσ)
motoaratore (ουσ αρσ )
motoaratrice (θηλ.ουσ)
motoaratura (θηλ.ουσ)
motobarca (θηλ.ουσ)
motocampestre (θηλ. επίθ και ουσ)
motocannoniera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---