Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


motivazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [motivatˈtsjone]

1 κίνητρο
2 παρορμητική αιτία
3 δήλωση κινήτρων
4 υποκίνηση
5 παρότρυνση
6 ελατήριο
7 παρακίνηση
8 υπαγόρευση
9 προτροπή
10 μέσο υποκίνησης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  motivazionale motivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

mota (θηλ.ουσ)
motel (ουσ αρσ )
motilità (θηλ.ουσ)
motivare (ρ. μτβ.)
motivazionale (επίθ.)
motivazione (θηλ.ουσ)
motivo (ουσ αρσ )
moto (ουσ αρσ )
moto (θηλ.ουσ)
motoaratore (ουσ αρσ )
motoaratrice (θηλ.ουσ)
motoaratura (θηλ.ουσ)
motobarca (θηλ.ουσ)
motocampestre (θηλ. επίθ και ουσ)
motocannoniera (θηλ.ουσ)
motocarrello (ουσ αρσ )
motocarrista (ουσ αρσ και θηλ.)
motocarro (ουσ αρσ )
motocarrozzetta (θηλ.ουσ)
motocicletta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---