Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmotobàrca
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [,mɔtoˈbarka] 1 βάρκα με μηχανή 2 μηχανοκίνητο σκάφος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |