Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmòto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔto] η κίνηση, η μηχανή mòto ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔto] η μοτοσυκλέτα permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmettere in moto = κινώ, βάζω εμπρός || mettersi in moto = βάζω μπρος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |