Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mòto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔto]

η κίνηση, η μηχανή

mòto  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmɔto]

η μοτοσυκλέτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  motivo motoaratore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mettere in moto = κινώ, βάζω εμπρός || mettersi in moto = βάζω μπρος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

motilità (θηλ.ουσ)
motivare (ρ. μτβ.)
motivazionale (επίθ.)
motivazione (θηλ.ουσ)
motivo (ουσ αρσ )
moto (ουσ αρσ )
moto (θηλ.ουσ)
motoaratore (ουσ αρσ )
motoaratrice (θηλ.ουσ)
motoaratura (θηλ.ουσ)
motobarca (θηλ.ουσ)
motocampestre (θηλ. επίθ και ουσ)
motocannoniera (θηλ.ουσ)
motocarrello (ουσ αρσ )
motocarrista (ουσ αρσ και θηλ.)
motocarro (ουσ αρσ )
motocarrozzetta (θηλ.ουσ)
motocicletta (θηλ.ουσ)
motociclismo (ουσ αρσ )
motociclista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---