Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmostruóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [mostruˈoso], [mostruˈozo] 1 (orribile) τερατώδης (-ης, -ες) 2 (enorme) τεράστιος (-α, -ο) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |