Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


millìmetro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [milˈlimetro]

το χιλιοστό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  millimetrico millivolt  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

milligrammo (ουσ αρσ )
millilitro (ουσ αρσ )
millimetrare (ρ. μτβ.)
millimetrato (επίθ.)
millimetrico (επίθ.)
millimetro (ουσ αρσ )
millivolt (ουσ αρσ )
millivoltmetro (ουσ αρσ )
Milo (θηλ.ουσ)
milza (θηλ.ουσ)
Milziade (κύρ.όν. αρσ.)
mimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
mimeografare (ρ. μτβ.)
mimeografo (ουσ αρσ )
mimesco (επίθ.)
mimesi (θηλ.ουσ)
mimetico (επίθ.)
mimetismo (ουσ αρσ )
mimetizzare (ρ. μτβ.)
mimetizzarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---