Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmilligràmmo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,milliˈgrammo] 1 μιλιγκράμ 2 χιλιοστόγραμμο 3 χιλιοστό του γραμμαρίου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |