Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmillibàr, mìllibar
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,milliˈbar], [ˈmillibar] 1 χιλιοστό του μπαρ (πίεση) 2 μιλιμπάρ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |