Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmillivòlt
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,milliˈvɔlt] 1 μιλιβόλτ 2 χιλιοστό του βολτ permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |