Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmillìlitro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [milˈlilitro] 1 κυβικό εκατοστό 2 μονάδα όγκου 0.001 λίτρα 3 χιλιοστό του λίτρου 4 χιλιοστόλιτρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |