Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmillefòglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [,milleˈfɔʎʎo] μιριόφυλλο (φυτό) (χρησιμοποίησε καλύτερα το millefoglie) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |