Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmillantatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [millantaˈtore] 1 κομπορρήμων 2 μεγάλαυχος 3 παινεσιάρης 4 καυχησιάρης 5 καυχηματίας 6 κομπαστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |