Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


millefòglie  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,milleˈfɔʎʎe]

μιριόφυλλο (φυτό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  mille millefoglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

millantare (ρ. μτβ.)
millantarsi (ρ.μ. (αντων.))
millantatore (αρσ. επίθ και ουσ)
millanteria (θηλ.ουσ)
mille ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
millefoglie (ουσ αρσ και θηλ.)
millefoglio (ουσ αρσ )
millenario (ουσ αρσ )
millenario (επίθ.)
millenarismo (ουσ αρσ )
millenarista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
millenaristico (επίθ.)
millenne (επίθ.)
millennio (ουσ αρσ )
millepiedi (ουσ αρσ )
millesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
milliampere (ουσ αρσ )
milliamperometro (ουσ αρσ )
millibar (ουσ αρσ )
milligrammo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---