Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


milìzia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [miˈlittsja]

1 ασκέρι
2 ορδί
3 στρατός
4 στρατιωτική πρακτική
5 στρατιωτική θητεία
6 στρατιωτική ζωή
7 πολιτοφυλακή
8 εθνοφυλακή
9 εθνοφρουρά
10 στρατιά
11 στράτευμα
12 σεφέρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  militesente miliziano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

militarizzazione (θηλ.ουσ)
militassolto (ουσ αρσ )
militassolto (επίθ.)
milite (ουσ αρσ )
militesente (αρσ. επίθ και ουσ)
milizia (θηλ.ουσ)
miliziano (ουσ αρσ )
millantare (ρ. μτβ.)
millantarsi (ρ.μ. (αντων.))
millantatore (αρσ. επίθ και ουσ)
millanteria (θηλ.ουσ)
mille ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
millefoglie (ουσ αρσ και θηλ.)
millefoglio (ουσ αρσ )
millenario (ουσ αρσ )
millenario (επίθ.)
millenarismo (ουσ αρσ )
millenarista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
millenaristico (επίθ.)
millenne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---