Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmilitassòlto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [militasˈsɔlto] πρόσωπο που απολύθηκε από το στρατό militassòlto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [militasˈsɔlto] που απολύθηκε από το στρατό permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |