Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmìlite
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmilite] 1 ακόλουθος 2 μαχητής 3 αγωνιστής 4 υποστηρικτής 5 εθνοφύλακας 6 εθνοφρουρός 7 οπλίτης 8 πολιτοφύλακας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |