Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


militarìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [militaˈrizmo]

μιλιταρισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  militaresco militarista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

militanza (θηλ.ουσ)
militare (ουσ αρσ )
militare (επίθ.)
militare (ρ.αμτβ.)
militaresco (επίθ.)
militarismo (ουσ αρσ )
militarista (ουσ αρσ και θηλ.)
militarista (επίθ.)
militaristico (επίθ.)
militarizzare (ρ. μτβ.)
militarizzazione (θηλ.ουσ)
militassolto (ουσ αρσ )
militassolto (επίθ.)
milite (ουσ αρσ )
militesente (αρσ. επίθ και ουσ)
milizia (θηλ.ουσ)
miliziano (ουσ αρσ )
millantare (ρ. μτβ.)
millantarsi (ρ.μ. (αντων.))
millantatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---