ItalianoGreco


militàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [miliˈtare]

το στρατιωτικό

militàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [miliˈtare]

στρατιωτικός (-ή, -ό)

militàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [miliˈtare]

1 τάσσομαι στην υπηρεσία κάποιου σκοπού
2 κατατάσσομαι στο στρατό
3 στρατεύομαι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare il militare = κάνω στρατό || marina [θηλ.] militare = το πολεμικό ναυτικό || servizio [αρσ.] militare = η θητεία



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---