Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmièle
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈmjɛle] το μέλι permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαluna [θηλ.] di miele = ο μήνας του μέλιτος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |