Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


mièle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈmjɛle]

το μέλι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  midriatico mielencefalo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


luna [θηλ.] di miele = ο μήνας του μέλιτος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

midollare (θηλ. επίθ και ουσ)
midollo (ουσ αρσ )
midolloso (επίθ.)
midriasi (θηλ.ουσ)
midriatico (επίθ.)
miele (ουσ αρσ )
mielencefalo (ουσ αρσ )
mielina (θηλ.ουσ)
mielinico (επίθ.)
mielite (θηλ.ουσ)
mielocito (ουσ αρσ )
mielografia (θηλ.ουσ)
mieloma (ουσ αρσ )
mielopatia (θηλ.ουσ)
mieloso (επίθ.)
mietere (ρ. μτβ.)
mietilega (θηλ.ουσ)
mietilegatrice (θηλ.ουσ)
mietitore (αρσ. επίθ και ουσ)
mietitrebbia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---