Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόmielencèfalo, mielencèfalo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [mi,ɛlenˈʧɛfalo], [,mjelenˈʧɛfalo] 1 εμπρός ρομβεγκέφαλος 2 προμήκης μυελός 3 μυελεγκέφαλος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |